Χαρά
Θυμάμαι ως παιδί, αν και κορίτσι, ήθελα να μου αρέσουν τα «αγορίστικα» πράγματα και προσπαθούσα να απαρνηθώ τις πιο «κοριτσίστικες» πλευρές μου γιατί τα αγόρια ήταν «κουλ» ενώ τα κορίτσια ξενέρωτα. Δεν νομίζω πως κανείς μου είχε πει ποτέ πως «τα αγόρια είναι καλύτερα από τα κορίτσια», όμως αυτό ήταν καλά εγγεγραμμένο στο μυαλό μου.
Μεγαλώνοντας έμαθα πως ως κορίτσι πρέπει πάντα να προσέχω. Να προσέχω τι φοράω, να μην προκαλώ. Να προσέχω τι λέω και πως εκφράζω την γνώμη μου ώστε να μην χαρακτηριστώ ισχυρογνώμων, πολυλογού, γκρινιάρα. Να προσέχω το πόσο πορώνομαι στα παιχνίδια ή τα αθλήματα, ώστε να μην με πουν υπερβολικά ανταγωνιστική ή κυριαρχική.
Παρόλα αυτά θεωρούσα πως το ζήτημα των έμφυλων διακρίσεων είναι ένα ζήτημα του παρελθόντος. Άλλωστε οι γυναίκες μπορούνε να ψηφίσουν, να σπουδάσουν, να δουλέψουν. Τι άλλο να θέλουν;
Τα κορναρίσματα και τα χυδαία σχόλια στο δρόμο από τα αμάξια που με προσπερνούσαν κάθε φορά που περπατούσα μόνη μου ή με φίλες έμοιαζαν απολύτως φυσικά και αναμενόμενα. Και όταν ένα αμάξι με ακολουθούσε στο στενό, προχωρώντας δίπλα μου σιγά σιγά, μπορεί να σκεφτόμουν καθώς η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά «αχ, γιατί το φόρεσα αυτό το τζιν σήμερα;». Όσο για τις φορές που κάποιος με είχε χουφτώσει σε ένα γεμάτο από κόσμο λεωφορείο, ή είχα δει κάποιον άντρα να αυνανίζεται δημόσια, αυτά τα θεωρούσα προϊόντα «λίγων ανώμαλων».
Οι σπουδές μου στην ψυχολογία και η ενασχόληση μου με διάφορα κοινωνικά ζητήματα άρχισαν να μου αλλάζουν κάπως την οπτική. Ήρθα σε επαφή με έννοιες και ιδέες όπως το κοινωνικό και το βιολογικό φύλο, οι διαφορές στην ανατροφή και την κοινωνικοποίηση των δύο φύλων, οι ρόλοι των φύλων, η κοινωνική ταυτότητα, οι κοινωνικές νόρμες και τα στερεότυπα. Παράλληλα, άρχισα να μαθαίνω περισσότερα για την ενδοοικογενειακή βία και τις έμφυλες διαστάσεις της, τον κύκλο της κακοποίησης κλπ. Κι αναγνώρισα, σταδιακά, πως υπάρχει μία κοινωνική διάσταση σε όλα αυτά τα ζητήματα που θεωρούσα φυσιολογικά/αναμενόμενα ή μεμονωμένα περιστατικά.
Και φυσικά, άρχισα να θυμώνω. Να θυμώνω, που το να με πλησιάσει κάποιος άγνωστος με τρόπο παραβιαστικό είναι ένα φαινόμενο τόσο συχνό, και που όταν αυτό συμβαίνει, δεν αρκεί το δικό μου «δεν ενδιαφέρομαι, ευχαριστώ» αλλά πρέπει να συμπληρωθεί από το «είμαι δεσμευμένη». Γιατί ο μόνος «έγκυρος» λόγος να αρνηθώ είναι το ότι είμαι «κάποιου άλλου». Να αγανακτώ που πρέπει να κυκλοφορώ συνεχώς με φόβο. Και παρόλο που θεωρώ τον εαυτό μου αρκετά τυχερό, γιατί δεν μου έχει συμβεί κάτι πιο σοβαρό, παράλληλα υπάρχει έντονος θυμός για τη συλλογική αδικία.
Δεν είμαι σίγουρη πόσο ενεργή είμαι, στον αγώνα ενάντια στην έμφυλη βία. Όμως, νομίζω πως ξεκινάει από αυτό το συλλογικό συναίσθημα και την αυτό-εξέταση σε όλες αυτές εσωτερικευμένες αντιλήψεις μου και συνεχίζει με συζητήσεις – κάποιες φορές δύσκολες ή άβολες – με τους φίλους και τους συγγενείς που ακόμη το πρώτο πράγμα που θα σκεφτούν στην είδηση ενός βιασμού είναι «τι φορούσε;».