Γλυκερία
«Νομίζεις πως μπορείς να νικήσεις ένα αγόρι;». Ήμουν 10 χρονών όταν άκουσα για πρώτη φορά την φράση που χωρίς να το θέλω θα καθόριζε την πορεία της ζωής μου. Ήταν καλοκαίρι και με τον ξάδερφό μου παλεύαμε έξω από το μαγαζί του παππού μου. Εγώ ήμουν γεμάτη περηφάνια, καθώς, στα δέκα μας χρόνια, δεν είχε ιδιαίτερο σωματικό προβάδισμα και κατάφερα να τον νικήσω. Ξαφνικά το χαμόγελο μου κόπηκε. Αισθάνθηκα ένα χέρι να με αρπάζει και να με σφαλιαρίζει βίαια. «Καλά, νομίζεις πως μπορείς να νικήσεις ένα αγόρι;». Ήταν ο παππούς μου. Ένας άνθρωπος καλός, με αγάπη για τον Θεό. Ένας άνθρωπος που αγαπούσα, θαύμαζα, ήθελα να γίνω σαν αυτόν!
Μου φαινόταν φυσικά υπέρμετρα άδικο, ένα μεγάλο «πώς;» και «γιατί;» ξεχυνόταν από μέσα μου. Στεκόμουν εκεί, κόκκινη και αγανακτισμένη, με ένα αίσθημα αδυναμίας να με διατρέχει, συνειδητοποιώντας πόσο μικρή ήμουν μπροστά σε αυτό που βίωνα. Ήταν κάτι πέρα από εμένα που τότε δεν μπορούσα να ορίσω, και θα μου έπαιρνε πολλά χρόνια μέχρι να το κάνω. Δεν είπα τίποτα και απλά αποσύρθηκα σε μία γωνία ντροπιασμένη, αδυνατώντας να καταλάβω τι έκανα λάθος, γιατί θα έπρεπε να ντρέπομαι.
Το λάθος ήταν πως ήμουν κορίτσι.
Μεγάλωσα, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, θεωρώντας πως η κακοποίηση λαμβάνει χώρα από τέρατα και είναι κάτι που γίνεται σε ένα παράλληλο σύμπαν. Ποτέ στην δική μας οικογένεια, ποτέ στην δική μας εκκλησία, ποτέ σε εμάς. Κανένας μας δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό του, ούτε σαν θύμα, ούτε σαν θύτη. Έτσι πέρασαν πολλά χρόνια από την ζωή μου να βιώνω και να βλέπω γύρω μου τον σεξισμό και την κακοποίηση και να τα αντιμετωπίζω σαν ένα αναγκαίο κακό, μία ένδειξη κακού χαρακτήρα, μία προέκταση της ζωής.
Στα 15 μου χρόνια, μετά από μία διαφωνία με τον πατέρα μου, με χτύπησε επανειλημμένα στο κεφάλι. Μου ζήτησε συγγνώμη και το περιστατικό δεν επαναλήφθηκε. Ο πατέρας μου δεν είναι, ούτε ήταν, ένα τέρας. Έπασχε από κατάθλιψη και αυτό ήταν μία κακή στιγμή. Δεν ήμουν θύμα, ούτε ο πατέρας μου θύτης. Οπότε η ζωή μου συνεχίστηκε. Στα 17 μου ένας φίλος μου έβαλε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου «για πλάκα» και ελευθέρωσε τον λαιμό μου λίγο πριν λιποθυμήσω από ασφυξία. Δεν του είχα αποκαλύψει ένα μυστικό που ήθελε και θεώρησε πως αυτό θα με έκανε να το πράξω. Και είχε δίκιο.
Στα 20 έκανα σχέση με έναν άνδρα που θαύμαζα και εμπιστευόμουν. Ο Χ. μου περιέγραφε πως δεν θεωρεί πως οι γυναίκες πρέπει να διδάσκουν στην εκκλησία και πως «σαν να μην ευλογούμαι το ίδιο όταν ακούω μια γυναίκα να κηρύττει». Επίσης, μου έλεγε πως οι άνδρες δεν θέλουν δίπλα τους γυναίκες έξυπνες. Πολλές φορές ο Χ. μου είχε πει πως δεν έχει συναισθήματα για μένα και πως φταίω εγώ για αυτό. Κάποιο στοιχείο στον χαρακτήρα μου, κάποια συμπεριφορά μου τον απωθούσε και εγώ έπρεπε να προσπαθήσω παραπάνω. Όταν δεν υιοθετούσα την γνώμη του για κάποιο ζήτημα, σταματούσε να μου μιλάει για μέρες. Όταν του ζητούσα τον λόγο για την συμπεριφορά του, έλεγε πως γινόμουν καταπιεστική και πως δεν ήθελε μια κοπέλα «γκρινιάρα». Σε κάθε συζήτηση, φοβόμουν για την αντίδραση του.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ έγραψε πως γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι. Μετά από αυτήν την σχέση, από ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ με αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, έγινα μία ΓΥΝΑΙΚΑ γκρινιάρα, τρελή, προβληματική. Πείστηκα πως αυτή ήταν η σωστή εικόνα του εαυτού μου. Το αγόρι μου δεν ήταν «κακοποιητής», ήταν ένα καλό παιδί. Απλά είχε γαλουχηθεί με μία συγκεκριμένη εικόνα για τις γυναίκες και ένιωθε ασφάλεια μέσα σε αυτήν.
Τείνουμε να βλέπουμε την έμφυλη βία και τις έμφυλες διακρίσεις ως εκφάνσεις μεμονωμένων περιστατικών, και ως δύο διαφορετικά, ασύνδετα πράγματα. Οι έμφυλες διακρίσεις είναι η αιτία, το πλαίσιο και η παθογένεια της έμφυλης βίας. Είναι εκεί που αρχίζει η έμφυλη βία και εκεί που τελειώνει. Το αγόρι που θα μάθει πως μπορεί να νικήσει ένα κορίτσι απλά και μόνο επειδή είναι αγόρι, θα πιστέψει στην πορεία πως μπορεί να βάλει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της για να πάρει αυτό που θέλει. Και αν βρεθεί κάποιο κορίτσι ή γυναίκα, εξυπνότερη ή ικανότερη, αυτή η βαθειά πεποίθηση της αβίαστης νίκης κλονίζεται, μαζί με τον κόσμο που έφτιαξαν άλλοι γι’ αυτόν και πριν από αυτόν. Γι’ αυτό μπορεί να καταφύγει στο gaslighting, στην σωματική βία, στις απειλές, ακόμα και στην γυναικοκτονία.
Οι άνδρες δεν συνειδητοποιούν το προνόμιο με το οποίο γεννήθηκαν. Γεννήθηκαν σε μία κοινωνία που από την πρώτη στιγμή τους λέει πως «μπορούν», πως είναι ικανοί να κατακτήσουν τον κόσμο, έχουν τους ενεργούς ρόλους στην οικογένεια και στην εκκλησία, και εν τέλει είναι κύριοι του εαυτού τους και των αποφάσεων τους. Δεν γνωρίζουν πως είναι να αγωνίζεσαι μία ζωή για να ολοκληρωθείς σαν άνθρωπος, και ίσως ποτέ να μην το καταφέρεις. Να ολοκληρώνεσαι σαν θηλυκό, σαν ερωμένη, σαν μητέρα, αλλά ποτέ σαν άνθρωπος. Να παλεύεις για να ακουστεί η φωνή σου, και να αναρωτιέσαι γιατί πρέπει να προσπαθήσεις διπλά από τους άνδρες γύρω σου για να έχει βαρύτητα ο λόγος σου. Να προχωράς με φόβο στο δρόμο, και να αγανακτείς για την ακούσια θυματοποίηση σου. Να αναρωτιέσαι γιατί οι σύντροφοι σου δεν θέλουν μία ισότιμη σχέση, όπως εσύ, και να μην παίρνεις απάντηση.
Στην εκκλησία μου δικαιολογούμε τις διακρίσεις που κάνουμε εις βάρος των γυναικών στην διαφορετικότητα των δύο βιολογικών φύλων. Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του άνδρα και της γυναίκας. Σε εδάφια της Αγίας Γραφής. Τις χρησιμοποιούμε για να χτίσουμε κοινωνικά στερεότυπα για τα δύο αυτά φύλα, στα οποία εν τέλει εγκλωβιζόμαστε. Ναι, τον άνδρα και την γυναίκα τους έφτιαξε ο Θεός, τις έμφυλες διακρίσεις όμως, αυτές, τις έφτιαξε ο άνθρωπος. Μεγαλώσαμε πιστεύοντας πως η γυναίκα πρέπει να αναπτύσσει την προσωπικότητα της μέχρι εκεί που δεν απειλείται ο άντρας της, πως δεν μπορεί ποτέ να είναι σε θέσεις όπου λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις, οι οποίες εν τέλει επηρεάζουν και την ίδια, και πως θα έπρεπε να είναι χαρούμενη με αυτό, γιατί αυτό είναι «το θέλημα του Θεού» για την ζωή της.
Ο Θεός μας έπλασε διαφορετικούς, αλλά μας έπλασε και ελεύθερους. Ελεύθερους από στερεότυπα που μας καταπιέζουν και εν τέλει μας κακοποιούν. Όταν διάβασα για πρώτη φορά μία περιγραφή για την γυναίκα-πρότυπο στην Αγία Γραφή, είδα την εικόνα μίας γυναίκας ανεξάρτητης, δυναμικής, η οποία έχει την δική της προσωπικότητα και αυτοτέλεια. Ο λόγος της μετράει σε όλες τις συναλλαγές και η οικογένεια της την σέβεται. Θυμάμαι πως από τότε αποφάσισα να γίνω ΑΥΤΗ η γυναίκα, μία γυναίκα που βλέπει κάθε άνθρωπο ως ίσο και για αυτό ξέρει πως αξίζει να τον σεβαστεί. Όχι μία γυναίκα που βρίσκει την πραγμάτωση της μέσα από μία ψευδό-ταπείνωση και μία καταδίκη σε έναν κατώτερο ρόλο.
Αν στα 30 μου χρόνια, ξαναέβλεπα τον παππού μου, δεν θα του έλεγα πόσα μπόρεσα να πετύχω, δεν θα προσπαθούσα να τον πείσω πως και εγώ αξίζω. Θα στεκόμουν απλά απέναντι του και θα του έλεγα με χαμόγελο και απόλυτη γαλήνη, «Ναι παππού, μπορώ».