Αμαλία
Ξεκίνησε κάπως οργανικά, αναδύθηκε από μέσα μου, σαν μια ανάγκη που υπήρχε πάντα. Υπήρχαν διάφορα ερεθίσματα στα εφηβικά και φοιτητικά μου χρόνια, ωστόσο η ανάγκη αυτή έγινε ξεκάθαρη, αποκτώντας σάρκα και οστά, όταν άρχισα να γράφω και με ενδιέφερε να γράψω κυρίως, για ζητήματα έμφυλης βίας. Ήταν ένα θέμα για το οποίο ήμουν αρκετά ευαισθητοποιημένη, με άγγιζε και με αγγίζει βαθιά. Μα κυρίως, με πονάει.
Καθώς ερχόμουν σε επαφή με γυναίκες και άλλες θηλυκότητες που έχουν υποστεί έμφυλη βία, όσο άκουγα συνεχώς ιστορίες από τον περίγυρό μου, όσο βιώνα καινούργια περιστατικά, όσο διάβαζα και ενημερωνόμουν για το φαινόμενο της έμφυλης βίας, της ενδοοικογενειακής βίας, για τον ορισμό της συναίνεσης, για το τι τελικά μπορεί να αποτελεί βιασμό, για τον φεμινισμό γενικότερα, τόσο διαγραφόταν καλύτερα το σύστημα καταπίεσης που αποκαλούμε πατριαρχία και τα δεσμά του, τα οποία προσπαθώ, μαζί με τις αδερφές μου, να σπάσω.
Ωστόσο, όταν ξεκίνησε το #MeToo στην Αμερική το 2017 και τα αυτιά άνοιγαν περισσότερο, τα μάτια κοιτούσαν καθαρότερα και τα στόματα έβρισκαν σιγά-σιγά κουράγιο να μιλήσουν και τα λόγια χώρο για να σταθούν, γινόταν όλο και πιο έντονη η ανάγκη να ασχολούμαι πιο ενεργά, πιο συχνά, πιο στιβαρά.
Κάπου εκεί, ξύπνησαν μνήμες που είχα καλά θαμμένες τόσα χρόνια. Γύρω στα 18 μου, είχα πέσει η ίδια θύμα βιασμού, από έναν από τους καλύτερούς μου φίλους και συμμαθητές, το καλό το παιδί που όλοι θαύμαζαν και σέβονταν στην τοπική κοινωνία όπου μεγάλωσα. Όλη αυτή η συνειδητοποίηση έγινε αργά και σταδιακά και στην αρχή, φαινόταν αλλόκοτη, παράξενη εμπειρία, κυρίως γιατί δεν θυμόμουν τίποτα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και γιατί δεν πίστευα ότι είχε συμβεί σε εμένα, και μάλιστα, από έναν άνθρωπο που αγαπούσα. Δεν το είχα πει σε κανέναν για πολύ καιρό, ωστόσο κατάλαβα γρήγορα ότι καμία δεν ξεφεύγει από τα δίχτυα της πατριαρχικής βίας, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο και όσο περνούσε ο καιρός ενδυναμωνόμουν.
Στις αρχές του 2021, όταν μίλησε η Σοφία Μπεκατώρου και για μεγάλο χρονικό διάστημα έπειτα, βίωνα έναν τεράστιο, καθημερινό πόνο, μια θλίψη, μια κατάθλιψη, αλλά ταυτόχρονα, βρήκα έδαφος να πατήσω, βρήκα δύναμη να μιλήσω και από τότε, μοιράζομαι πολύ πιο εύκολα την ιστορία μου. Πλέον, με ακούνε και μας ακούνε. Πλέον, μας πιστεύουν.
Όταν εκτυλίχθηκε και η ιστορία στα Γλυκά Νερά, είχα διαβάσει την επιστολή που είχε δημοσιεύσει το Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας, για τη μικρή Λυδία, λέγοντας ότι είναι κι εκείνη θύμα ενδοοικογενειακής βίας, θέτοντας ως βασικό ερώτημα γιατί δεν ασκήθηκε δίωξη και για αυτό; Κοντοστάθηκα και θυμήθηκα τον πατέρα μου να δέρνει τη μητέρα μου, να την απειλεί κι εγώ να χοροπηδάω πάνω του σαν μαϊμουδάκι για να τον σταματήσω. Ήμουν από τότε θύμα αυτής της βίας. Απλά δεν το είχα συνειδητοποιήσει, γιατί όπως λένε, είναι ευκολότερο να κοιτάμε προς τα έξω και να βοηθάμε τα άλλα άτομα, παρά τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ήταν πλέον εμφανές ότι οι δικές μου, προσωπικές, βιωματικές ιστορίες με οδήγησαν σε αυτόν τον δρόμο, χωρίς αυτό να είναι φανερό εξ αρχής, σε συνδυασμό πάντα με την ανάγκη μου να πολεμάω για έναν πιο δίκαιο κόσμο για όλες, για όλους και όλα τα σώματα, ανθρώπινα και μη ανθρώπινα, σε αυτόν τον πλανήτη.
Προσωπικό βίωμα και πολιτική υποχρέωση, λοιπόν. Υποχρέωση προς τις αδερφές μου, αυτές που γεννήθηκαν σ’ αυτόν τον κόσμο και προς αυτές που δεν γεννήθηκαν ακόμη. Γιατί το προσωπικό είναι πολιτικό. Γι’ αυτό πολεμάω. Είναι ο μόνος δρόμος να υπάρξω και να υπάρξουμε.